Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Για να φτιάξουμε το αύριο, ας παραδεχτούμε το σήμερα

Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΡΙΤΣΩΤΑΚΗ *
Βρισκόμαστε σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο, υπαρξιακό σχεδόν, για την σχέση της Αριστεράς με την κοινωνία. Μετά από εβδομάδες στις οποίες περπατάμε σε τεντωμένο σκοινί, ίσως δεν έχει νόημα να επαναλάβουμε όλα αυτά που κάναμε λάθος και όλα αυτά που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει. Δυστυχώς, μόνο το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή κρατάμε στα χέρια μας ένα Μνημόνιο (ίσως το χειρότερο), με τη δέσμευση να εφαρμόσουμε υποχρεώσεις που απορρέουν από ωμούς εκβιασμούς και «τίποτε λιγότερο από αυτές», μιλάει από μόνο του.
Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ωστόσο, έχει πολύ μεγάλο νόημα να μη δημιουργούνται διάφορες παρανοήσεις και ορισμένες φορές μάλιστα καθόλου τυχαία, αλλά σκόπιμα. Τέτοιες παρανοήσεις δεν είναι μέσα στο πεδίο των διαφωνιών, αλλά μεταφέρονται ακόμα και έξω από το πλαίσιο που ο ΣΥΡΙΖΑ συγκροτήθηκε και πορεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια – για την ακρίβεια έξω από το πλαίσιο της Αριστεράς, άρα και της «συντροφικότητας».
Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς η «συντροφικότητα» δεν είναι όρος μεταφυσικός (ή και σουρρεαλιστικός, με τον τρόπο που χρησιμοποιείται εσχάτως). Ένα παράδειγμα: μπορούμε να συζητήσουμε σοβαρά μια λογική που λέει «να ψηφίζαμε πρώτα το προ-Μνημόνιο (τα προαπαιτούμενα, δηλαδή), ενδεχομένως και το ίδιο το Μνημόνιο και μετά να πάμε συντεταγμένα να συζητήσουμε τα ζητήματα στρατηγικής μας σε συνέδριο;». Με αυτή τη λογική, όλοι θα δεσμεύονταν πρώτα στο Μνημόνιο και μετά θα υπήρχε περίπτωση να συζητήσουμε εναλλακτικές στρατηγικές! Βγάζει κάποιο νόημα, αν παίρνουμε το ρόλο μας ως βουλευτές σοβαρά, πρώτα να ψηφίζουμε, δηλώνοντας ότι το κάνουμε... για να το αλλάξουμε αμέσως μετά οι ίδιοι;
Διότι αν όντως απολογούμαστε στον ελληνικό λαό, τότε η ψήφος μας δεν ξεγράφει, ούτε προφανώς είναι πειστική η στάση «ψηφίζω τα μέτρα και διαφωνώ» - οι νόμοι δεν κυρώνονται με διαφωνίες εισηγητικά ή συμφωνίες επί της αρχής, αλλά με καταμετρημένες ψήφους. Αν, από την άλλη, απολογούμαστε στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ, τότε είναι τελείως βέβαιο ότι είμαστε εκτός πλαισίου.
ΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
Ο λόγος είναι απλός. Τον Ιούλιο του 2013, ολοκληρώσαμε το ιδρυτικό μας συνέδριο με τις ψηφοφορίες μας, τόσο για την εκλογή μας στην Κεντρική Επιτροπή, όσο και για το κείμενο πολιτικής απόφασης και το Καταστατικό – και τα δύο αυτά, εγκρίθηκαν με ευρύτατη πλειοψηφία. Δε χρειάζεται να συμφωνήσουμε κατ' ανάγκη αν απέτυχε το πλειοψηφικά εγκεκριμένο σχέδιο ή αν δεν εφαρμόστηκε ποτέ – εν τέλει και οι δύο εκδοχές ερμηνεύονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Όμως, αυτά τα κείμενα ήταν η βάση για την περιβόητη ενότητα του κόμματος και σε αξιακό επίπεδο, η βάση για τον αλληλοσεβασμό όλων μας.
Είναι εξαιρετικά πολύτιμο το αντανακλαστικό της ενότητας που γνήσια όλος ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ ενεργοποιεί σε καταστάσεις κρίσεων. Όμως, εν τέλει, η ενότητα διατρέχεται στη βάση συνεδριακών πολιτικών και καταστατικών αποφάσεων. Μέχρι, λοιπόν, να δημιουργηθούν νέες πολιτικές και καταστατικές αποφάσεις, οι οποίες θα δεσμεύουν άπαντες σε ένα αριστερό δημοκρατικό κόμμα (είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν), οι μέχρι τώρα αποφάσεις είναι αυτές που συγκροτούν την ενότητα μεταξύ μας. Όταν αυτές παρερμηνεύονται, αγνοούνται, υπονομεύονται ή παραβιάζονται συστηματικά, το ίδιο συμβαίνει εκ των πραγμάτων στην ενότητα μας.
Όπως τη βιώσαμε τους τελευταίους μήνες, έχουμε μια διπλή παραδοξότητα: σύντροφοι και συντρόφισσες που διαφωνούσαν σε αυτές τις αποφάσεις, να τις υπηρετούν με συνέπεια και πίστη, ενώ άλλοι να επινοούν την «κομματικότητα» ή την «ενότητα» πέρα και έξω από αυτές. Το να επικαλούμαστε την ενότητα «α λα καρτ», το λιγότερο, παραγνωρίζει τη χρονική ακολουθία των πραγμάτων και το περισσότερο, είναι εκ του πονηρού.
ΓΙΑΤΙ ΚΕΡΔΙΣΑΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΠΗ (ΣΤΙΣ 25 ΓΕΝΑΡΗ);
Ακόμα και το προεκλογικό μας πρόγραμμα, το οποίο πέρασε από ανορθολογικές διαδικασίες (όπως το έκτακτο συνέδριο του Ιανουαρίου) ή ακόμα και εξωθεσμικές, αποτέλεσε μια βάση για την ενότητα μας. Αυτό ήταν το πλαίσιο που όλοι μας πορευτήκαμε στις εκλογές και αυτό ήταν το πλαίσιο που νίκησε. Όμως κι αυτό δεν ήταν «λευκή επιταγή». Δεν είπε ο ελληνικός λαός «κυβερνήστε με όπως θέλετε». Μπορούμε να κάνουμε διαφορετικές ερμηνείες στα αίτια και στο περιεχόμενο του αποτελέσματος της 25ης Γενάρη, αλλά δε μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με την κοινωνία τόσο καταχρηστικά.
Με λίγα λόγια: μπορούμε να διαφωνούμε στο αν ο λαός ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του ότι θα μείνουμε πάση θυσία στο ευρώ ή όχι, ότι διάβασε και το πρόγραμμα μας ή όχι, ότι κατανόησε πλήρως τις προεκτάσεις του ή όχι, ότι μας ψήφισε ως πρώτη επιλογή ή ως έσχατη λύση. Δε μας επιτρέπεται όμως να διαφωνούμε στο αν ψηφιστήκαμε να τερματίσουμε τα μνημόνια ή όχι. Δε μας επιτρέπεται να διαφωνούμε στο αν ψηφιστήκαμε για να εφαρμόσουμε ένα ατελές μεν, συγκεκριμένο δε πρόγραμμα – το «Πρόγραμμα της ΔΕΘ».
ΓΙΑΤΙ ΚΕΡΔΙΣΑΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΠΗ (ΣΤΙΣ 5 ΙΟΥΛΗ);
Ήταν πολλοί αυτοί που μας στήριξαν στις 25 Γενάρη. Και ήταν ακόμα πιο πολλοί και πιο αποφασιστικοί στις 5 Ιούλη, στην πιο ταξική ψήφο της ελληνικής Ιστορίας. Ξανά: το 61,3% του ελληνικού λαού μπορεί να ψήφισε ΟΧΙ για πολλούς λόγους. Όμως, ούτε αυτό ήταν «λευκή επιταγή»!
Μπορεί κάποιοι να στήριξαν τις «47 σελίδες», άλλοι το «ΟΧΙ μέχρι τέλους» και τη ρήξη. Επίσης, όλοι απέρριψαν συνειδητά την πρόταση των δανειστών. Κανείς όμως δεν ψήφισε ΟΧΙ, για να έρθει μια χειρότερη εκδοχή αυτής! Ακόμα περισσότερο, το συντριπτικό ΟΧΙ έδειξε με τον πιο καταφατικό τρόπο ότι στα χέρια της κυβέρνησης τους τελευταίους έξι μήνες βρέθηκε ένα τρομερό εργαλείο, που κανείς δεν είχε στο παρελθόν τόσο έκδηλα: τη λαϊκή ενεργοποίηση – τα εκατομμύρια κόσμου που για πρώτη φορά είπαν ανοιχτά «είμαι εδώ, παραμένω αγωνιστικός, αντιστέκομαι και θα είμαι στο πλάι σου, όσο παραμένεις αγωνιστικός και αντιστέκεσαι». Αυτή η σχέση, συνταγματικά δεσμευτική μάλιστα, θα μπορούσε να αντέξει τα πάντα και να μας περπατήσει σε πολιτικά μονοπάτια, πρωτόγνωρα για την Ευρώπη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή ξοδεύει ένα τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο, περνώντας όλο αυτό τον κόσμο από την πιο ενεργητική φάση της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας εκ νέου σε μια γνωστή παθητική, αμήχανη και ανήμπορη στάση.
Και το ακόμα χειρότερο; Το σύστημα αυτή τη στιγμή καταναλώνει – για την ακρίβεια, καταβροχθίζει, το πολιτικό κεφάλαιο του Αλέξη Τσίπρα, του ΣΥΡΙΖΑ και της λαϊκής διαθεσιμότητας για να διατηρήσει και να επεκτείνει τα σχέδια του.
ΕΝΑΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Ήμασταν απροετοίμαστοι; Από ότι έχει διαφανεί αυτούς τους μήνες, σε ορισμένα επίπεδα ήμασταν.
Θα ήμασταν ποτέ απολύτως έτοιμοι για – κυριολεκτικά - οποιοδήποτε σενάριο; Κατά τη γνώμη μου, ποτέ.
Έπρεπε να σηκώσουμε το γάντι της διακυβέρνησης, σε κάθε περίπτωση; Όπως και να είχε, έπρεπε και άξιζε.
Όμως, είναι ακατανόητη η εμμονή μας να αποδείξουμε εαυτούς «συνεργάσιμους» και «ορθώς επιχειρηματολογούντες» απέναντι στους δανειστές, ακόμα και με το κόστος του πολιτικού αφοπλισμού μας, της υποβάθμισης της λαϊκής εντολής και εν τέλει, της μείωσης της διαπραγματευτικής μας ισχύος, η οποία ήταν πραγματική και δυναμική αμέσως μετά τις εκλογές.
Δεν υπήρχε λόγος να φοβόμαστε να προετοιμαστούμε – όχι επιτελικά και «συνομωτικά», αλλά πολιτικά, με εμπλοκή της κοινωνίας – για όλα τα ενδεχόμενα, ακόμα κι αν θεωρούσαμε ότι κάποια πράγματα έχουν λήξει καταφατικά με συλλογικές αποφάσεις. Ακόμα και κάτι τέτοιο πάντως φαίνεται να διαψεύδεται, αφού αντί να έχουμε, για όλους τους λόγους του κόσμου, «plan B», καταλήγουμε να θεωρούμε τις ίδιες τις συλλογικές αποφάσεις «plan B»! Τι δηλαδή ακριβώς; Την κατάργηση των μνημονίων!
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός αναγνώρισε ότι ξοδέψαμε το πεντάμηνο μετά την κακή συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, σε ατελέσφορες, αδιέξοδες διαπραγματεύσεις επί διαπραγματεύσεων, χάσαμε χρόνο και δεν κερδίσαμε τίποτα. Τα ερωτήματα λοιπόν παραμένουν.
Θα συνεχίσουμε τη διαπραγμάτευση με αυτούς του όρους;
Ή ακόμα καλύτερα:
Σε αυτό το πεντάμηνο, οι απειλές και οι εκβιασμοί ήταν λεκτικοί, ίσως και θεωρητικοί, αλλά εμείς εμμέναμε στη διαπραγμάτευση – τώρα που απέκτησαν υλική υπόσταση και μας υποχρεώνουν να υπογράψουμε το χειρότερο μνημόνιο, θα απολογίσουμε – μέχρι και ενδεχόμενο σημείο αμφισβήτησης και άρνησης – τη διαπραγμάτευση ως έννοια, ως σύλληψη, ως πολιτική γραμμή;
Ορθότατα λοιπόν σηκώσαμε το γάντι των εκλογών και της αριστερής διακυβέρνησης – ήταν ιστορικό χρέος μας. Αλλά, αν συνεχίσουμε και είμαστε στην άρνηση της ολοφάνερης αλήθειας ότι έχουμε δεχτεί μια ήττα, προκειμένου να μπορέσουν τα πάντα να αντιστραφούν με σωστή προετοιμασία, τότε καταλήγουμε να λέμε συστηματικά ψέματα, εκούσια ή/και ακούσια, στους εαυτούς μας ή/και σε αυτούς που μας στήριξαν.
ΤΙ ΜΑΣ ΑΠΟΜΕΝΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ;
Στο σημείο που βρισκόμαστε, η πιο γενναία και ριζοσπαστική πράξη είναι να αναγνωρίσουμε ακριβώς αυτό το σημείο σε όλες του τις όψεις.
Χρειαζόμαστε να αλλάξουμε πολιτική γραμμή, αυτό είναι σαφές. Χρειάζεται όμως έκτακτο συνέδριο για να συμβεί κάτι τέτοιο; Έχουν διαψευστεί όλες οι σκέψεις που κάναμε τόσα χρόνια εντός του ΣΥΡΙΖΑ;
Όχι. Υπάρχουν σχέδια που υλοποιήθηκαν, σχέδια που δεν υλοποιήθηκαν και σχέδια που δε θα μπορούσαν να υλοποιηθούν ποτέ, ακριβώς επειδή κατέληγαν εκ των πραγμάτων στα μεν ή στα δε. Το έκτακτο συνέδριο είναι μια απόφαση, η οποία γίνεται απόλυτα σεβαστή. Όμως δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι, εκτός αν τίθεται ζήτημα στελέχωσης οργάνων ή ηγεσίας (δηλαδή προσώπων - που γενικά δεν τίθεται), τότε δεν έχει νόημα ένα συνέδριο που θα επισφραγίσει την κοινοβουλευτική κύρωση μιας ενδεχόμενης συμφωνίας μέσα στον Αύγουστο.
Χρειάζεται να παραμείνουμε σε πρότερες αναλύσεις ευρωπαϊσμού;
Όχι. Δεν έχει νόημα να επαναφέρουμε ιδεολογικά δίπολα του παρελθόντος («ευρωπαϊσμός» ή «σοσιαλισμός σε μια χώρα»), γιατί δεν είναι το είδος της συζήτησης που τίθεται. Ανεξάρτητα από την προετοιμασία μας, το πλαίσιο της στιγμής (που όντως μπορείς να είναι τρομερά ασφυκτικό και να κόβει το οξυγόνο) ή το πολιτικό πλαίσιο που θέλει μια δημοκρατική κυβέρνηση να εφαρμόσει, στη σημερινή συγκυρία η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ καταλήγει αναπόδραστα σε μνημόνιο και λιτότητα.
Άρα, το πρόταγμα της εξόδου από την κρίση περιλαμβάνει – όχι αυτόματα, ούτε μηχανιστικά – την έξοδο από τη συνταγματοποιημένη λιτότητα του ευρώ.
Χρειάζεται να αντιμετωπίζουμε μεταφυσικά το νόμισμα;
Όχι. Το ζήτημα είναι η πολιτική που θέλει κάποιος να εφαρμόσει και τα περιθώρια να την ασκήσει κυρίαρχα. Η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μπορεί να γίνει με δύο όψεις – μπορεί να γίνει με όρους και προς όφελος των δανειστών (το μόνο από τα δύο «σχέδια Σόιμπλε» που δεν εφαρμόστηκε) ή μπορεί να γίνει με όρους και προς όφελος του ελληνικού λαού. Το εθνικό νόμισμα δε σηματοδοτεί κατ' ανάγκη μια κοινωνική σχέση δομικά. Το ευρώ, όμως, σηματοδοτεί ακριβώς μια τέτοια σχέση. Το ευρώ είναι δομικά ταξικό νόμισμα, δομικά ταξικό εργαλείο στα χέρια της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρώπης, όπλο της Γερμανίας για την επιβολή της σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, αρχής γενομένης από την Ελλάδα και τις χώρες του Νότου. Η ανάκτηση της νομισματικής πολιτικής είναι μόνο μια από τις όψεις της ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας, της κατάργησης των μνημονίων και της λιτότητας.
Τέλος, χρειάζεται να απορρίψουμε το νεοφιλελεύθερο ΤΙΝΑ (There Is No Alternative);
Ε, αυτό μάλιστα! Χρειάζεται!
* Βουλευτής Ηρακλείου του ΣΥΡΙΖΑ